- ένδημος
- ἔνδημος, -ον (Α)1. εντόπιος, εγχώριος2. αυτός που παραμένει στην πατρίδα του και δεν ταξιδεύει3. εκείνος που βρίσκεται μέσα στο σπίτι του4. ο εμφύλιος («ἔνδημοι πόλεμοι», «ἔνδημος βοά»)5. αυτός που ανήκει στην πόλη («αἱ ἔνδημοι ἀρχαί»)6. (για νόσο) ο ενδημικός.
Dictionary of Greek. 2013.